Ο ΦΕΝΤΕΡΑΛΙΣΤΗΣ

Πολιτική Επιθεώρηση

 

Έτος XXXVIII, 1996, Αριθμός 1

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ *

MARIO ALBERTINI

Η στρατηγική του αγώνα για την Ευρώπη πρέπει να καθοριστεί με βάση τον τελικό στόχο. Ο στόχος αυτός συνίσταται στο ελάχιστο απαραίτητο για τη διασφάλιση του μη αναστρέψιμου της διαδικασίας ενοποίησης και της σταδιακής επέκτασής της σε ολόκληρη την Ευρώπη, δηλαδή μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας που θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τις έξι χώρες που έχουν αναλάβει την ηγεσία της διαδικασίας ενοποίησης. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να εξεταστεί η φύση της απόφασης για την ίδρυση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας.
 

Το πρόβλημα της ευνοϊκής στάσης.

Η πρώτη παρατήρηση που πρέπει να γίνει είναι ότι η απόφαση για την ίδρυση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας αντιπροσωπεύει τη σοβαρότερη απόφαση που μπορεί να ληφθεί στον τομέα της πολιτικής δραστηριότητας, καθώς συνεπάγεται την ίδρυση ενός νέου κράτους σε μια νέα γεωγραφική περιοχή, με άλλα λόγια μια απόφαση που θα καθορίσει τη μοίρα των κατοίκων πολλών χωρών για πολλές επόμενες γενιές.

Στο βαθμό στον οποίο τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης θα παραμείνουν δημοκρατικά, αυτή η απόφαση μπορεί να ληφθεί μόνο από τις επιμέρους εθνικές κυβερνήσεις. Ωστόσο, ο εξαιρετικός χαρακτήρας της είναι τέτοιος που οι κυβερνήσεις, δεδομένου ότι θέλουν ή πρέπει να λάβουν αυτήν την απόφαση, θα μπορούν να το κάνουν μόνο με τη μέγιστη δυνατή πολιτική υποστήριξη. Σε ό,τι αφορά τα κόμματα, αυτό σημαίνει να συμβεί με την ευλογία όχι μόνο αυτών που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά και εκείνων που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, ξεπερνώντας τις εθνικές αντιθέσεις που υπάρχουν στο ίδιο το δημοκρατικό καθεστώς.

Όσον αφορά το ευρύ κοινό, αυτό σημαίνει με την έγκριση όλων των πολιτών όλων των εμπλεκόμενων χωρών (που θα αισθάνονται επομένως ότι αποτελούν μέρος ενός ενιαίου, αν και πλουραλιστικού, λαού: ενός λαού των εθνών), εκτός από αριθμητικά και ηθικά ασήμαντες περιθωριακές ομάδες.

Αυτή η σκέψη από μόνη της μας επιτρέπει ήδη να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο η στρατηγική του αγώνα για την Ευρώπη να υλοποιηθεί μέσω ενός πολιτικού κόμματος, έστω και ενός φεντεραλιστικού. Εξ ορισμού ένα κόμμα διχάζει τους ανθρώπους μιας χώρας, ενώ για να ληφθεί αυτή η απόφαση είναι απαραίτητο να επιτευχθεί μια κοινή πλατφόρμα μεταξύ των πολιτών όλων των χωρών.

Δεύτερον, η απόφαση για ίδρυση ευρωπαϊκής ομοσπονδίας δεν είναι μόνο εξαιρετικά σοβαρή, αλλά και πολύ περίπλοκη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως θα δούμε παρακάτω, μια ευνοϊκή στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ομοσπονδία δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλίας για την ίδρυσή της και μετατροπής αυτού του αισθήματος σε συγκεκριμένη πρόθεση. Κατά συνέπεια, μια ευνοϊκή στάση περιέχει μια ορισμένη ασάφεια (μπορεί κανείς να είναι υπέρ κάτι χωρίς να εκδηλώνει πραγματική βούληση) και ούτως ή άλλως αντιπροσωπεύει μόνο ένα απαραίτητο, αλλά όχι  επαρκές, συστατικό της ευρωπαϊκής στρατηγικής.

Για το λόγο αυτό θα ασχοληθούμε με το πρόβλημα της ευνοϊκής στάσης και το θέμα της πρωτοβουλίας ξεχωριστά.

Η στάση των κυβερνήσεων και των λαών απέναντι στην ευρωπαϊκή ομοσπονδία εξαρτάται τόσο από ιδεολογικούς όσο και από ιστορικούς παράγοντες.
 

Οι ιδεολογικοί παράγοντες.

Οι ιδεολογικοί παράγοντες αποτελούνται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τα δόγματα των πολιτικών κομμάτων και ομάδων, δηλαδή των μεγάλων ιδεολογιών που κυριαρχούν στον κόσμο της πολιτικής και παρέχουν τις αξίες και τα κριτήρια που εγείρουν και εξαπλώνουν την πολιτική δραστηριότητα στη σημερινή Ευρώπη. 

Δεν χρειάζεται να αμφισβητηθεί ότι στην πολιτική, ο φιλελευθερισμός, η δημοκρατία, ο σοσιαλισμός, καθώς και ο Χριστιανισμός είναι χωρίς αμφιβολία υπέρ μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας σε ιδεολογικό επίπεδο, όποια κι αν είναι η μεταβαλλόμενη συνείδηση ​​των μεμονωμένων ανθρώπων ως προς αυτό.

Πρόκειται για δυνάμεις που χωρίς αυτόν τον στόχο, που προορίζεται φυσικά ως στάδιο προς την καθολική επιβεβαίωση των αξιών τους, δεν θα μπορούσαν καν να υπάρξουν. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία σε αυτό το σημείο. Οι αξίες τους δεν μπορούν ούτε να περιοριστούν σε μία χώρα χωρίς να υποτιμηθούν, ούτε μπορούν να διαδοθούν εκτός της χώρας τους χωρίς τη φεντεραλιστική αρχή. Για αυτούς τους λόγους, αυτές οι δυνάμεις ανέκαθεν διακήρυτταν φεντεραλιστικές αρχές, έστω και με συγκεχυμένο τρόπο (κυρίως τη σύγχυση του φεντεραλισμού με τον διεθνισμό) και σε εξάρσεις που έχουν καθοριστεί από ιστορικά γεγονότα.

Αντίθετα, ο εθνικισμός (ο εθνικισμός ως πραγματικό δόγμα, όχι ως συναισθηματική προσκόλληση στη χώρα του καθενός), ο φασισμός και ο κομμουνισμός αντιτίθενται στον φεντεραλισμό. Στην πραγματικότητα, ο κομμουνισμός γίνεται ασυνάρτητος όταν αντικρούει την ευρωπαϊκή ομοσπονδία (ως στάδιο προς την παγκόσμια ομοσπονδία), όχι μόνο επειδή έρχεται σε αντίθεση με αυτό που πάντα υποστήριζε κατά τα χρόνια της συγκρότησής του, αλλά και επειδή χωρίς να ξεπεραστούν τα εμπόδια μεταξύ των εθνών , θα είναι αδύνατο να επιτευχθεί η παγκόσμια χειραφέτηση του προλεταριάτου.

Είναι ούτως ή άλλως γεγονός ότι, από τη στιγμή της απόφασης του υπέρ του σοσιαλισμού σε μια χώρα, ο κομμουνισμός τάχθηκε ολόψυχα, και μάλιστα με υπερηφάνεια, στην αδιάλλακτη υπεράσπιση των εθνικών κυριαρχιών. Και ότι, στη Δυτική Ευρώπη, έχει επαναλάβει αυτή τη θέση ακόμη και όσον αφορά την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση σε αυτό το θέμα μεταξύ των πολιτικών αρχηγών και των ψηφοφόρων τους.

Η εθνική κυριαρχία, την οποία υπερασπίζονται οι κομμουνιστές ηγέτες μόνο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις του διεθνούς κομμουνισμού, δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στα συμφέροντα των κομμουνιστών ψηφοφόρων και στην πράξη δεν έχει καταστρέψει την εγκάρδια πίστη τους στο παραδοσιακό ιδανικό της αδελφοσύνης όλων των εργαζομένων που υπάρχουν πάνω και πέρα από τα κράτη, ένα συναίσθημα που εκφράζεται έντονα στο σύνθημα: Εργάτες όλου του κόσμου ενωθείτε!

Αυτές οι παρατηρήσεις ισχύουν τόσο για τις κυβερνήσεις όσο και για τους λαούς και καταδεικνύουν ότι σε ιδεολογικό επίπεδο υπάρχει η πολιτική υποστήριξη. Όλα τα κόμματα είναι στην πραγματικότητα υπέρ, εκτός από τις εθνικές αντιθέσεις στο υπάρχον καθεστώς, όπως και ολόκληρος ο πληθυσμός, με την εξαίρεση ασήμαντων σεχταριστικων ομάδων. Είναι αυτονόητο ότι η ευνοϊκή στάση σε ιδεολογικό επίπεδο δεν θα μετατραπεί σε πολιτική δράση έως ότου προκύψουν κατάλληλες ιστορικές συγκυρίες και μπορεί ακόμη και να αμβλυνθεί εάν οι ιστορικές συνθήκες είναι δυσμενείς.

Στην πραγματικότητα, η ιδεολογική υποστήριξη δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από το ότι δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια.
 

Ιστορικοί παράγοντες.

Το στοιχείο που δείχνει την ανατροπή της ιστορικής κατάστασης της Δυτικής Ευρώπης (και που είναι παρούσα, εμβρυϊκά, πίσω από την καταπίεση και στην Ανατολική Ευρώπη) έγκειται στο γεγονός ότι η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών έχει γίνει εντελώς αδιανόητη. Αυτή η κατάσταση έχει αναγνωριστεί από όλους τους λογικούς ανθρώπους, αλλά η πραγματική της φύση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έως ότου γίνει αντιληπτό ότι αυτό σημαίνει ότι τα εθνικά κράτη, θεωρούμενα μεμονωμένα, δεν εκπληρώνουν πλέον τον θεμελιώδη ρόλο των εγγυητών της ασφάλειας, δηλαδή δεν είναι πλέον κράτη με την πραγματική έννοια της λέξης, δεν ελέγχουν πλέον τη μοίρα των πολιτών τους.

Προκειμένου να εξαλειφθούν οι νοητικές συσχετίσεις που συνδέονται με την εθνική ορολογία του παρελθόντος, η οποία εμποδίζει την κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης, είναι απαραίτητο να περιγραφεί η νέα κατάσταση με προσαρμοσμένες εκφράσεις που υποδεικνύουν ξεκάθαρα τι πρόκειται να τελειώσει και τι πρόκειται να ξεκινήσει στη θέση του. Οι ακόλουθες σκέψεις φαίνονται κατάλληλες για αυτό το καθήκον: τα έθνη παρέμειναν κυρίαρχα, αλλά γινόμαστε μάρτυρες των συνδεδεμένων φαινομένων της παρακμής των εθνικών κυριαρχιών και της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής ενότητας.

Το νόημα αυτών των εκφράσεων γίνεται σαφές αμέσως μόλις εκτιμάται η σύνδεσή τους με ένα άλλο γεγονός, που είναι εξίσου αναγνωρισμένο παγκοσμίως όσο και οι συνέπειές του που παρεξηγούνται. Και είναι αυτό: στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης της ευρωπαϊκής παραγωγικής διαδικασίας, η διάσταση των μεγάλων προβλημάτων της εξωτερικής, στρατιωτικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής έχει φτάσει σε μια «υπερεθνική» διάσταση, δηλαδή σε μια διάσταση ανώτερη από αυτήν των ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία είναι τυπικά έθνη με μια ενιαία έννοια της κυριαρχίας σύμφωνα με το γαλλικό μοντέλο (από αυτή την άποψη αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση είναι κάτι περισσότερο από απλά έθνη: είναι ομοσπονδίες, ωστόσο ατελείς, δηλαδή πολιτικές κοινότητες που, χάρη στην επικάλυψη της κυρίαρχης εκπροσώπησης, μπορούν να ενώσουν διαφορετικές εθνικές κοινότητες και να φτάσουν σε ηπειρωτικές διαστάσεις).

Οι συνέπειες είναι οι εξής. Τα μεγαλύτερα προβλήματα, αφού το μέγεθός τους έχει ξεπεράσει τα κράτη, δεν μπορούν πλέον να επιλυθούν εντός των ίδιων των κρατών. Θεωρητικά, μπορούν να λυθούν μόνο σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Στην πράξη, εφόσον δεν υπάρχει ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη, τα προβλήματα καταλήγουν να επιλύονται μόνο ατελώς εντός των ορίων της ατελούς ενότητας που είναι συμβατή με τη διατήρηση της τυπικής κυριαρχίας των κρατών. Ωστόσο, οποιαδήποτε ενιαία λύση σε αυτά τα προβλήματα, όσο ατελής και αν είναι, αλλάζει την κατάσταση έτσι ώστε όταν προκύπτουν νέα προβλήματα, η επίλυσή τους απαιτεί ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ενότητας.

Αυτή είναι η λογική της μεταπολεμικής ιστορίας της Ευρώπης, από το Σχέδιο Μάρσαλ μέχρι σήμερα. Αυτή η πρακτική λογική, που θα μας οδηγήσει από το ένα επίπεδο ενότητας στο άλλο μέχρι να επιτευχθεί η ομοσπονδία, έχει βρει μέχρι στιγμής την πιο σημαντική και προηγμένη έκφρασή της στην Κοινή Αγορά. Η Κοινή Αγορά δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η παρακμή των εθνικών κυριαρχιών. Για όσο διάστημα τα κράτη έπρεπε να ασχοληθούν μεμονωμένα για την ασφάλεια, ήταν υποχρεωμένα να καλλιεργήσουν τη δική τους ισχύ σε σχέση με τη δύναμη των γειτόνων τους και για το λόγο αυτό να ελέγχουν το εμπόριο με τους γείτονές τους στο βαθμό που αυτό δεν θα μπορούσε να μειώσει τη δύναμή τους. Με το τέλος αυτής της απαίτησης αφαιρέθηκε το εμπόδιο που εμποδίζει τη διεύρυνση των οικονομικών περιοχών, η οποία είναι ασταμάτητη μακροπρόθεσμα, καθώς αντιστοιχεί στην επέκταση της παραγωγής και της σφαίρας ζωής μας, να εκδηλωθεί και στη Δυτική Ευρώπη και να φτάσει σε ένα βαθμό πραγματοποίηση ίση με το βαθμό της de facto ενότητας.
 

Η δημοκρατία στη σφαίρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί σε ποιο βαθμό αυτή η λογική έχει δημιουργήσει στο παρελθόν και μπορεί να δημιουργήσει στο μέλλον ευνοϊκή στάση για την ευρωπαϊκή ομοσπονδία όχι μόνο σε ιδεολογικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο. Προς τούτο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η λογική αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα κόμματα και τις εθνικές κυβερνήσεις με την εξής εναλλακτική: είτε να αποδεχθούν την πολιτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για να λύσουν, έστω και προς το παρόν ατελώς, τα κύρια προβλήματα ή να περιοριστούν στην εθνική πολιτική καθαρά και απλά, και έτσι να συμφωνήσουν να αφήσουν τα μεγαλύτερα προβλήματα εντελώς άλυτα.

Αρκεί να σημειωθεί ότι μια τέτοια εναλλακτική συνίσταται στην επιλογή μεταξύ της διατήρησης και της ανάπτυξης της δημοκρατίας ή της εξάλειψής της (η δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει εάν αποδειχθεί ανίκανη να επιλύσει τα μεγάλα προβλήματα της εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής), ώστε να εκτιμηθεί ότι τα κόμματα των οποίων το μέλλον συνδέεται με τη μοίρα της δημοκρατίας, καθώς και το να είναι υπέρ της ομοσπονδίας σε ιδεολογικό επίπεδο, δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα υπέρ της πολιτικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε πρακτικό επίπεδο.

Η διάψευση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης σημαίνει να επιλέξουν την πολιτική της ηττοπάθειας, της μη επίλυσης προβλημάτων με επιδείνωση της κατάστασης. Είναι αυτονόητο ότι αυτή την πολιτική μπορούν να ακολουθήσουν, όπως γίνεται στην πραγματικότητα, οι εθνικές αντιθέσεις στο υπάρχον καθεστώς, και ιδιαίτερα οι ισχυρότερες, δηλαδή, τα κομμουνιστικά κόμματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το εκλογικό τους σώμα τους ακολουθεί τυφλά σε αυτό το θέμα, μάλλον το αντίθετο ισχύει. Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν μπορούν πλέον να κινητοποιήσουν τους εκλογείς τους ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σίγουρα δεν θα μπορούν να τους κινητοποιήσουν στο μέλλον ενάντια στην απόφαση για δημοκρατική ίδρυση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας.

Σε αυτό το σημείο γίνεται πιο ξεκάθαρο το πρόβλημα της ασάφειας μιας ευνοϊκής στάσης. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να πούμε ότι τα δημοκρατικά κόμματα είναι ευνοϊκά για την οικοδόμηση της Ευρώπης, αλλά δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχουν δείξει, τουλάχιστον μέχρι τώρα, την οριστική βούληση να ιδρύσουν την ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Είναι γεγονός ότι τέτοια πρωτοβουλία δεν έχει προκύψει μέσα σε κανένα κόμμα, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι δημιουργούνται μεγάλες ευκαιρίες από την άποψη αυτή από την πραγματικότητα ότι όλες οι δυνάμεις που πρέπει να υποστηρίξουν αυτήν την απόφαση (τα δημοκρατικά κόμματα στην εξουσία και στην αντιπολίτευση και σχεδόν όλοι οι πολίτες) έχουν εισαχθεί στη σφαίρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και δεν μπορούν να εξέλθουν από αυτή.

Αυτή η κατάσταση έχει γίνει μόνιμο γεγονός της πολιτικής ζωής. Ο εθνικισμός που αναπτύχθηκε εκ νέου τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να την αλλάξει. Αυτός ο εθνικισμός εξαρτάται από την ανάκαμψη των κρατών, αλλά η ανάκαμψη των κρατών εξαρτάται με τη σειρά του από την ευρωπαϊκή οικονομική ενότητα, δηλαδή από ένα γεγονός που αρνείται συγκεκριμένα τον εθνικισμό, που τον εμποδίζει να αναπτυχθεί πλήρως και που θα καταλήξει στην καταστροφή του.
 

Το πρόβλημα της πρωτοβουλίας.

Επίσης, σε σχέση με αυτό το θέμα, είναι απαραίτητο να αναλυθούν οι θέσεις των κυβερνήσεων και των λαών μαζί, παρά χωριστά, αφού το ίδιο γεγονός, που περιλαμβάνει την κατάσταση εξουσίας και την εξέλιξή της, προϋποθέτει τόσο το ρόλο της κυβέρνησης όσο και των λαών. Ωστόσο, πριν ασχοληθούμε με αυτό το συγκεκριμένο σημείο, είναι χρήσιμο να ρίξουμε μια ματιά στη σχέση μεταξύ της σταδιακής διαμόρφωσης της βούλησης για τη λήψη αυτής της απόφασης και της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση εάν ο στόχος μας είναι η άρση πιθανών παρεξηγήσεων.
 

1. υρωπαϊκή ολοκλήρωση και ομοσπονδιακή πρωτοβουλία .

Μόλις τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης επανέλαβαν μια ελάχιστη διεθνή δραστηριότητα στον απόηχο του πολέμου, βρέθηκαν αμέσως εγκλωβισμένα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία είχε ξεκινήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια και έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος, ειδικά κατά την περίοδο της Ευρώπης των Έξι. Προκειμένου να αξιολογηθεί καλύτερα αυτή η πρόοδος, αρκεί να συγκρίνουμε τις συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με αυτές του Δεύτερου. Όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ολοκλήρωση, την πολιτική κατάσταση στη Γερμανία και τις σχέσεις της με τα δημοκρατικά κράτη και ούτω καθεξής, η πολιτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αντικαθιστώντας την παλιά πολιτική του διχασμού, έχει αλλάξει ριζικά και σε ορισμένους ζωτικούς τομείς έχει φέρει ουσιαστική επανάσταση στην κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η βαθμιαία προοδευτική ενότητα μας επέτρεψε να επιτύχουμε κάποια εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ακριβώς για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η σταδιακή ενοποίηση στον τομέα της οικονομίας και όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ των χωρών δεν συνδυάστηκε απολύτως με τον ίδιο βαθμό προοδευτικής ενοποίησης όσον αφορά τη διαμόρφωση της βούλησης για ανάληψη πρωτοβουλίας δημιουργία της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας ούτε, και πρέπει επίσης να τονίσουμε αυτό το σημείο, σχετικά με την εξέλιξη του πολιτικού αγώνα.

Η μεταφορά των σημαντικότερων αποφάσεων της εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής από την εθνική σφαίρα στην ευρωπαϊκή, παρά τις ταλαντεύσεις, είναι συνεχής και προοδευτική, έτσι ώστε ακόμη και η τιμή των δημητριακών έχει πλέον καθιερωθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η ζωή των κομμάτων και ο πολιτικός αγώνας δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό, συνεχίζοντας να περιορίζεται στις εθνικές σφαίρες. Από αυτή την άποψη, παραμένουμε στη γραμμή εκκίνησης.

Στο βαθμό που αυτό το σημείο δεν είναι κατανοητό, θεωρείται με μηχανικό τρόπο ότι η απόφαση για τη δημιουργία της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας είναι απλώς το τελευταίο βήμα της προοδευτικής σειράς βημάτων που περιλαμβάνει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και δεν θεωρείται ξεχωριστό γεγονός.

Ωστόσο, αρκεί να εκτιμήσουμε ότι η σταδιακή προσέγγιση στην οικονομική σφαίρα και στη συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων δεν αντιστοιχεί σε παρόμοια σταδιακή προσέγγιση όσον αφορά τη συγκρότηση, εντός των κομμάτων, της βούλησης για ίδρυση της ομοσπονδίας, για να κατανοήσουμε ότι το τελικό βήμα αντιπροσωπεύει την ανάγκη επίλυσης ενός προβλήματος επιβίωσης και ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που βοηθά αλλά δεν επιλύεται από την ενοποίηση που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Το παρελθόν επιβεβαιώνει και ολοκληρώνει αυτή την ερμηνεία. Στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου θα ήταν δυνατή η δημιουργία μιας ομοσπονδίας στο δυτικό τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν υπέρ, τα κινήματα αντίστασης ήταν ως επί το πλείστον ευρωπαϊκά, τα εθνικά, στρατιωτικά, γραφειοκρατικά και βιομηχανικά συμφέροντα εξασθένησαν, ο λαός ήταν υπέρ με μια τυπική έννοια και το πρόβλημα ήταν ανοιχτό προς λύση.

Το θέμα ήταν να καθιερωθεί μια νέα τάξη πραγμάτων για την Ευρώπη. Ωστόσο, η πολιτική τάξη που βρισκόταν τότε στην εξουσία, αντί να παραταχθεί για την υποστήριξη της ενότητας, ανοικοδόμησε παθητικά τις εθνικές διαιρέσεις του παρελθόντος χωρίς καν να συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε η ευκαιρία να τις ξεπεράσει. Η ευκαιρία υπήρξε για άλλη μια φορά με τη συνθήκη EDC, η οποία εξαλείφοντας τους στρατούς των κρατών και δημιουργώντας έναν ευρωπαϊκό στρατό, έθεσε το πρόβλημα μιας ευρωπαϊκής κυβέρνησης. Η συνθήκη EDC, που υπογράφηκε από έξι κυβερνήσεις και επικυρώθηκε από τα κοινοβούλια της Γερμανίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου, παρέμεινε μια δυνατότητα από το 1952 έως το 1954 και τελικά καταψηφίστηκε στη Γαλλία με μια χούφτα ψήφους, παρόλο που για ολόκληρο το 1953  υπήρχε η πλειοψηφία υπέρ της EDC στο γαλλικό κοινοβούλιο, και ενώ η Ιταλία, μη επικυρώνοντάς την παρά το γεγονός ότι ήταν κατά κύριο λόγο υπέρ, δεν είχε κάνει τίποτα για να επιταχύνει τη γαλλική απόφαση.

Αυτό δείχνει ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είναι μια γραμμική διαδικασία, αλλά μάλλον μια διαδικασία ζιγκ-ζαγκ, δηλαδή μια διαδικασία που μπορεί να φτάσει διάφορες στιγμές στο σημείο όπου είναι δυνατόν να ληφθεί η απόφαση για την ίδρυση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, αλλά να μην την εκμεταλλευτεί ποτέ.
 

2. Η πτυχή ισχύος της ομοσπονδιακής πρωτοβουλίας .

Από την άποψη της εξουσίας, η απόφαση για την ίδρυση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας σημαίνει τη μεταφορά του ελέγχου του στρατού, του νομίσματος και ενός μέρους των φορολογικών εσόδων και ούτω καθεξής από τις εθνικές κυβερνήσεις σε μια ευρωπαϊκή. Πιο συγκεκριμένα, αυτό συνεπάγεται τη μεταφορά με μια γενική έννοια της εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής, και μέρους της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, από τα εθνικά κράτη σε ένα ομοσπονδιακό κράτος. Από αυτό προκύπτει:

Πρώτον. Ότι αυτή η απόφαση δεν μπορεί να είναι σταδιακή. Πολλοί πιστεύουν ότι η απόφαση για τη δημιουργία της ομοσπονδίας δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα να ληφθεί ως μια για πάντα απόφαση, καθώς είναι απλώς θέμα να επιτευχθεί βήμα προς βήμα. Ωστόσο, πάνω απ' όλα είναι προφανές ότι ένας στρατός δεν μπορεί να ελεγχθεί εν μέρει από τις εθνικές κυβερνήσεις και εν μέρει, αν και σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, από μια ευρωπαϊκή οντότητα που δεν έχει ακόμη τον χαρακτήρα μιας πραγματικής κυβέρνησης. Η μεταφορά των ενόπλων δυνάμεων από τις εθνικές κυβερνήσεις στην ευρωπαϊκή είτε θα γίνει με ένα μόνο βήμα, τη στιγμή που θα δημιουργηθεί η ίδια η ευρωπαϊκή κυβέρνηση, είτε δεν θα γίνει καθόλου.

Επιπλέον, αυτό ισχύει όχι μόνο για τον στρατό, αλλά και γενικά για την οικονομική και κοινωνική πολιτική αρμοδιότητας της ομοσπονδίας. Προκειμένου να μεταφερθούν αυτά τα ζητήματα, είναι επίσης απαραίτητο να μεταβιβαστεί η επίμαχη «κυριαρχία» (αυτό σημαίνει, εμπειρικά, τη δυνατότητα να λαμβάνονται σε έσχατη ανάγκη οι υπέρτατες αποφάσεις στους τομείς που ορίζονται από ένα σύνταγμα): Η «κυριαρχία» δεν μπορεί να διαχωριστεί από την εκλογική πραγματικότητα, η οποία με τη σειρά της δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σταδιακά αλλά μόνο να παραδοθεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή.

Δεύτερον. Ότι η τάση για λήψη αυτών των αποφάσεων δεν θα προκύψει αυθόρμητα μέσα στις κυβερνήσεις. Το εμπόδιο δεν συνίσταται μόνο στο γεγονός ότι η μετάβαση από ένα εθνικό σύστημα σε ένα ομοσπονδιακό είναι αρνητικό για τα κόμματα, καθώς σημαίνει την εξάλειψη πολιτικών θέσεων (ένας αρχηγός κράτους αντί έξι κ.λπ.), η μείωση σημαντικών κοινοβουλευτικών εδρών (ένα ενιαίο κοινοβούλιο που ασχολείται με την εξωτερική πολιτική και όχι πολλές) και την αναδιοργάνωση των ίδιων των κομμάτων. Το κύριο εμπόδιο έγκειται στο γεγονός ότι η τάση για λήψη αυτής της απόφασης και η γενική στάση των κομμάτων θα αποκλίνουν για όσο διάστημα η εθνική εξουσία παραμένει σταθερή. Σε αυτή την περίπτωση το μέλλον των κομμάτων εξαρτάται αποκλειστικά από την ικανότητά τους να κυβερνούν ή να παρέχουν αντιπολίτευση, δηλαδή, και αυτό είναι το πιο σημαντικό σημείο, από το πόσα θα καταφέρουν να επιτύχουν (ή θα καταφέρουν να δημιουργήσουν την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να επιτύχουν) εντός της χώρας τους στους τομείς της εξωτερικής, στρατιωτικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Αυτό είναι που διακυβεύεται στους ελιγμούς τους, αυτή είναι η βάση της δημιουργίας της πολιτικής τους βούλησης. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οδηγεί τα κόμματα στην αποδοχή της ιδέας της ομοσπονδίας, αλλά η πολιτική διαδικασία, εκλογή με εκλογές, τα αναγκάζει να δηλώσουν τι θα κάνει η χώρα τους στους τομείς της εξωτερικής, στρατιωτικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο της πρότασης να παραδοθούν αυτές οι αρμοδιότητες.

Τρίτον. Ότι αυτή η απόφαση μπορεί να ληφθεί μόνο σε ένα υπερεθνικό ευρωπαϊκό κέντρο και ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να τη στηρίξουν μόνο σε περίπτωση που η εθνική εξουσία βρίσκεται σε κρίση. Το πρώτο σημείο δεν απαιτεί εξήγηση. Είναι αυτονόητο ότι ένα υπερεθνικό πολιτικό κίνημα, αν είναι όντως τέτοιο, με άλλα λόγια αν δεν εξαρτάται από εθνικές εκλογές, γίνεται ισχυρότερο ακριβώς στο βαθμό που επιδεικνύει μια τέτοια ικανότητα. Αντίθετα, το δεύτερο σημείο χρειάζεται κάποια διευκρίνιση, και αυτό απαιτεί μια καθαρά τυπολογική εξέταση, στην οποία η έννοια της κρίσης εξουσίας συνεπάγεται αποκλειστικά έλλειψη εξουσίας, χωρίς απαραίτητα τεχνητά δραματικές συνέπειες και χωρίς καμία σκέψη ως προς το πώς κρίσεις αυτού του είδους έχουν εξελιχθεί ιστορικά.

Είναι γεγονός ότι σε περίπτωση κρίσης της εθνικής εξουσίας το βασικό πρόβλημα για τα κόμματα παύει να είναι αυτό της άσκησης εξουσίας και γίνεται αυτό της δημιουργίας νέας εξουσίας. Τώρα λοιπόν, είναι αλήθεια ότι η ιδέα μιας ευρωπαϊκής δύναμης, δεδομένου ότι είναι ξένη προς τις συνήθειες και τις καθιερωμένες θέσεις των κομμάτων, δεν μπορεί επομένως να διαμορφωθεί αυθόρμητα ανάμεσά τους, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι θα μπορούσαν εύκολα να την αποδεχτούν αν τους προταθεί απ' έξω, γιατί μια ευρωπαϊκή δύναμη θα ήταν ισχυρότερη, πιο δημοκρατική και λιγότερο ανατρεπτική από οποιαδήποτε άλλη δύναμη που σχηματιζόταν σε εθνικό επίπεδο ως εναλλακτική λύση σε μια προηγουμένως υπάρχουσα δημοκρατική εξουσία.

Αυτό προϋποθέτει φυσικά την οργάνωση της ευρωπαϊκής εξουσίας με απόλυτα δημοκρατικούς όρους, ώστε να αποκτήσει επαρκή δύναμη για την επίλυση της κρίσης με τη συμμετοχή και την υποστήριξη του λαού. Αυτή η φόρμουλα δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή της συντακτικής εξουσίας του ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού λαού, αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αναγνωριστεί το δικαίωμα των Ευρωπαίων να αποφασίζουν μόνοι τους τη φύση της ομοσπονδίας παρά μέσω μιας συντακτικής συνέλευσης.

Τα παραπάνω έφεραν στο φως τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής στρατηγικής: την κρίση της εθνικής εξουσίας και τη δράση μιας υπερεθνικής πρωτοπορίας ικανής να αναλάβει την πρωτοβουλία να διεκδικήσει την ευρωπαϊκή συντακτική συνέλευση. Τώρα είναι καιρός να τα εξετάσουμε.

Η κρίση εξουσίας δεν είναι ένα αβέβαιο, μακρινό και απρόβλεπτο γεγονός, αλλά μάλλον είναι ήδη εμφανής ως εμβρυακή. Κανένα κράτος στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν έχει δημιουργήσει μια σταθερή δημοκρατική τάξη μετά τη Γαλλική επανάσταση. Η πολιτική ζωή έχει επανειλημμένα διακοπεί από κρίσεις καθεστώτος. Ακόμη και στις μέρες μας, η κρίση του κράτους αντιπροσωπεύει ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής στη Δυτική Ευρώπη, τόσο πολύ που όχι μόνο οι ειδικοί, αλλά και οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις, αντιμετωπίζουν παντού, παράλληλα με τα κανονικά προβλήματα της κυβέρνησης, συγκεκριμένα προβλήματα του συντάγματος και του πολιτεύματος.

Αν και είναι πιο εμφανές στη Γαλλία από ό,τι αλλού, αυτό το φαινόμενο γενικεύεται.

Είναι περιττό να αναλύσουμε ότι η κρίση του κράτους αποτελεί προϋπόθεση για την κρίση εξουσίας. Αντίθετα, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί η φύση της κρίσης. Τα κόμματα προσπαθούν να λύσουν το πρώτο στο εθνικό πλαίσιο χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι τροποποιεί ριζικά τη λειτουργία των κρατών ή να κατανοούν ότι είναι η αιτία της κρίσης. Η κρίση των κρατών και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι δύο όψεις του ίδιου φαινομένου.

Το ίδιο γεγονός, η διάσταση των προβλημάτων, πυροδοτεί και τα δύο. Η ακαταμάχητη τάση προς την ευρωπαϊκή ενότητα οφείλεται στο γεγονός ότι τα προβλήματα της κυβέρνησης (άμυνα, εξωτερική πολιτική και οικονομία) έχουν λάβει μια υπερεθνική διάσταση. Όμως ακριβώς αυτό το γεγονός προκαλεί τη μοιραία παρακμή των εθνικών κρατών, την κρίση τους και μακροπρόθεσμα την κρίση της εξουσίας τους. Τελικά, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αντιπροσωπεύει τη διαδικασία υπέρβασης της αντίφασης μεταξύ της κλίμακας των προβλημάτων και του μεγέθους των εθνικών κρατών. Για το λόγο αυτό, στο βαθμό που προχωρά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, προωθεί επίσης τόσο την κρίση της εξουσίας των εθνικών κρατών όσο και τη δημιουργία της εναλλακτικής σε ευρωπαϊκό υπερεθνικό επίπεδο.

Παρά το γεγονός ότι λίγοι το συνειδητοποιούν, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Η πρόοδος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δημιουργεί μέρα με τη μέρα μια πλουραλιστική ευρωπαϊκή κοινωνία, καταστρέφει δηλαδή το ίδιο το θεμέλιο των εθνικών κρατών, που είναι η αποκλειστική εθνική κοινωνία. Αυτό ωστόσο συνεπάγεται την προετοιμασία μιας συγκεκριμένης μεταβατικής στιγμής, και όχι μιας σταδιακής μετάβασης, όχι μόνο επειδή δεν μπορεί να υπάρξει σταδιακό πέρασμα από την εθνική κυριαρχία στην ομοσπονδιακή, αλλά και επειδή μέσω του σχηματισμού μιας οικονομίας μεγάλης κλίμακας αποκαθίσταται με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μια φαινομενική ζωτικότητα για τις αποκλειστικές εθνικές εξουσίες, πριν από την κατεδάφισή τους.

Στην πράξη η κρίση θα εξελιχθεί σύμφωνα με τον ακόλουθο μηχανισμό. Όσο τα κράτη αντιμετωπίζουν προβλήματα ευρωπαϊκής κλίμακας για τα οποία αρκεί η συνεργασία μεταξύ τους για να δώσουν μια κοινή λύση, δηλαδή ζητήματα που παραμένουν στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους, θα διατηρήσουν κάποια εξουσία. Ωστόσο, όταν θα αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκά προβλήματα για τα οποία μια κοινή λύση απαιτεί μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση, ξαφνικά θα βρεθούν ανίσχυροι. Αυτό το σημείο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς καταδεικνύει ότι η κρίση, παρά το γεγονός ότι είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τη διαδικασία δημιουργίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, θα μπορούσε να αναπτυχθεί εξωτερικά με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο. Είναι γεγονός ότι σε τέτοιες περιπτώσεις οι κυβερνήσεις θα αντιμετώπιζαν αυτήν την εναλλακτική: είτε να αποφύγουν το πρόβλημα (ή απλώς να φανούν ότι το λύνουν), είτε να δημιουργήσουν μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση για να το λύσουν. Με άλλα λόγια, θα εμφανιστεί μέσα στην κανονική πολιτική διαδικασία μια πιθανή υπερεθνική τάση και σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα δοθεί η ευκαιρία να ιδρύθει μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση, υπό την προϋπόθεση ότι η φεντεραλιστική πρωτοπορία, ενισχυμένη από τις περιστάσεις, θα μπορέσει να κάνει τις κυβερνήσεις να αποδεχτούν τη λύση του προβλήματος που αντιστοιχεί στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κυβέρνησης, ακόμη κι αν αυτή η ευρωπαϊκή κυβέρνηση επρόκειτο να λάβει μια συστατική μορφή μόνο αργότερα.

Μια τέτοια κατάσταση έχει ήδη συμβεί με το θέμα του ευρωπαϊκού στρατού και θα επανεμφανιστεί μεταξύ 1967 και 1969. Το τέλος της μεταβατικής περιόδου της Κοινής Αγοράς θα θέσει τα ζητήματα του νομίσματος, των τελωνείων και της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Ομοίως, η λήξη της Βορειοατλαντικής Συνθήκης θα θέσει το ζήτημα ενός νέου αμυντικού συστήματος για την Ευρώπη. Αυτό αφορά προβλήματα που συγκεκριμένα δεν μπορούν να επιλυθούν χωρίς μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Θεωρητικά, μπορεί ίσως να αναβληθούν, αν και αυτό είναι αβέβαιο, μέσω μιας διεύρυνσης και μιας προσωρινής μείωσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ωστόσο δεν μπορούν να παραμεριστούν για πάντα, καθώς είναι στη φύση της ίδιας της ολοκλήρωσης. Επομένως, η κρίση είναι αναπόφευκτη, παρόλο που η εξέλιξή της εξαρτάται επίσης εν μέρει από την ανθρώπινη βούληση στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την πρόταση των κυβερνήσεων να διατηρηθεί μια δομή έξι χωρών και από την ικανότητα της ομοσπονδιακής πρωτοπορίας να συνεχίσει τον αγώνα.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, σε περίπτωση σοβαρής κρίσης λόγω έλλειψης ευθύνης από τις κυβερνήσεις, η κρίση δεν θα εμφανιστεί απαραίτητα ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες. Ωστόσο, εάν, όπως είναι πιθανό, η κρίση χτυπήσει πρώτα τη Γαλλία ή τη Γερμανία και εάν η φεντεραλιστική πρωτοπορία διοχετεύσει αμέσως και παντού την κρίση προς την ευρωπαϊκή συντακτική συνέλευση, θα αρκεί για τη γαλλική ή τη γερμανική κυβέρνηση να ζητήσει την συγκλήση της συντακτικής πολιτείας για να αποφύγουν μια καταστροφή στη χώρα τους, να πυροδοτηθεί η κρίση εξουσίας και σε όλες τις άλλες χώρες και να παραταχθούν υπέρ της ευρωπαϊκής εναλλακτικής.

Η φεντεραλιστική πρωτοπορία αντιπροσωπεύει τη θεωρητική και πρακτική συνείδηση ​​της ευρωπαϊκής φύσης της θεμελιώδους πολιτικής εναλλακτικής. Ως ειδικά θεωρητική επίγνωση, βασίζεται στη θεωρία του φεντεραλισμού και στην απομυθοποίηση του έθνους. Οι εθνικιστές, τόσο γνήσιοι όσο και οπορτουνιστές (όπως οι κομμουνιστές) ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί καμία λαϊκή οντότητα πέρα ​​από τις εθνικές, και ως εκ τούτου ούτε καν μια δημοκρατική ευρωπαϊκή δύναμη.

Προκειμένου να εκτεθούν οι εθνικιστές, είναι απαραίτητο: (α) να αποδειχθεί ότι το πραγματικό χαρακτηριστικό των εθνών δεν είναι παρά ένα αυθόρμητο φαινόμενο εδαφικής (η γενέτειρα κάποιου) ή πολιτιστικής (μιας κοινής γλώσσας) φύσης, και όχι η ανύπαρκτη φυλετική ενότητα Γάλλων, Ιταλών, Γερμανών κ.ο.κ. (β) να προσδιοριστεί με σαφήνεια ο λαϊκός οργανισμός που δημιουργείται μέσω της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: ο ευρωπαϊκός λαός, ο οποίος αντιπροσωπεύει τη συνάντηση των αυθόρμητων ευρωπαϊκών εθνικοτήτων (ένας πλουραλιστικός, ομοσπονδιακός λαός).

Ως ειδική πρακτική επίγνωση, η φεντεραλιστική πρωτοπορία σημαίνει αντίθεση στην κοινότητα, η οποία είναι διαφορετική από την τυπική αντίθεση σε κυβερνήσεις ή καθεστώτα, καθώς, αντί να αντικρούσει μια συγκεκριμένη κυβέρνηση ή καθεστώς, η ομοσπονδιακή πρωτοπορία απορρίπτει την εθνική κοινότητα ως αποκλειστική πολιτική κοινότητα. Μόνο σε αυτό το σημείο η απόφαση υπέρ μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας εγκαταλείπει την ασάφεια των καλών προθέσεων να γίνει σταθερή βούληση, πραγματική και αποτελεσματική πολιτική στάση, δηλαδή καθημερινή σχέση με τη δομή εξουσίας.

Όσοι δεν φιλοδοξούν σε αυτό το επίπεδο λειτουργούν στο πλαίσιο της διαχείρισης των αποκλειστικών εθνικών εξουσιών, έστω κι αν επιθυμούν ειλικρινά την ευρωπαϊκή ενότητα,  επομένως αντιλαμβάνονται μόνο τα γεγονότα που διατηρούν το εθνικό πλαίσιο. Αυτοί που αντιθέτως φτάνουν σε αυτό το σημείο, δηλαδή εκείνοι που ενεργούν για να καταστρέψουν τις αποκλειστικές εθνικές εξουσίες, τίθενται σε θέση να παρακολουθούν και τα γεγονότα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που υπονομεύουν τις εθνικές δυνάμεις, δημιουργώντας ταυτόχρονα, μέσω μιας de facto ενότητας, μια de facto ευρωπαϊκή δύναμη, που μπορεί να εκμεταλλευτεί πολιτικά τέτοια γεγονότα.

Αυτή η εκμετάλλευση, δηλαδή η αντίθεση με την κοινότητα, δεν είναι εύκολη. Η αρνητική της όψη, η απόρριψη της αποκλειστικής εθνικής εξουσίας, είναι εμφανής, όμως η θετική της όψη, ο αγώνας για τη μετατροπή της de facto ευρωπαϊκής εξουσίας σε μια εγκαθιδρυμένη, δημοκρατική εξουσία που εμπιστεύεται τη λαϊκή θέληση παρά στην τυφλή δύναμη των γεγονότων , είναι περίπλοκη.

Μια εξουσία που δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί παραμένει αόρατη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο με την ανάλυση της κατάστασης με ορθολογικό τρόπο είναι δυνατό να διακρίνει κανείς, πίσω από την πρόσοψη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τι θα αποτελέσει αυτή τη δύναμη: τον ευρωπαίο λαό που βρίσκεται σε εξέλιξη. Από την άλλη πλευρά, μια ακόμη ασύστατη εξουσία δεν λαμβάνει αποφάσεις, δηλαδή ούτε ευνοεί ούτε βλάπτει τα άμεσα συμφέροντα: παραμένει εκτός της ισορροπίας αυτών των συμφερόντων και επομένως και εκτός της κανονικής πολιτικής. Για το λόγο αυτό, όσοι παλεύουν για την ευρωπαϊκή δύναμη φαίνεται να μάχονται για το τίποτα. Δεν μπορούν να οργανώσουν άμεσα συμφέροντα, ούτε να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες της υπάρχουσας ισορροπίας δυνάμεων, αλλά πρέπει να δράσουν μόνο με στόχο την εισαγωγή ενός νέου στοιχείου σε αυτή την ισορροπία προκειμένου να δημιουργήσουν μια ευκαιρία που διαφορετικά δεν θα υπήρχε.

Εφόσον προτείνουν τη συντακτική συνέλευση (μια λύση που θα παραμένει πάντα έξω από τη σφαίρα της πραγματικότητας μέχρι την ίδια στιγμή της κρίσης), μπορούν να πολεμήσουν μόνο χάρη στις αντιφάσεις της κανονικής πολιτικής διαδικασίας, η οποία παρουσιάζει προβλήματα που η κανονική πολιτική είναι ανίκανη να λύσει.

Όπως είδαμε, τα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα δεν μπορούν να επιλυθούν ικανοποιητικά στη σφαίρα των εθνικών κρατών. Επομένως, σε περιόδους που προκύπτουν τέτοια προβλήματα, όσοι αγωνίζονται για την ευρωπαϊκή εξουσία μπορούν να συμμετάσχουν στη μάχη μαζί με αυτούς που αναζητούν μια πραγματική λύση, ενώ σε περιόδους για να επιλύσουν προβλήματα χρησιμοποιούν ατελή μέσα (των  εθνικών κυβερνήσεων σε συν- λειτουργία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς), η κανονική πολιτική αρκείται σε ατελείς και επισφαλείς λύσεις, οι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής εξουσίας πρέπει αντ' αυτού να αποσυρθούν από τη μάχη, να καταγγείλουν τον συμβιβασμό και να περιμένουν συνεχώς όσους παραμένουν στο εθνικό πλαίσιο. Αυτό είναι όλο.

Η δέσμευση για την πραγματική λύση αυτών των προβλημάτων συμπίπτει με την συνειδητοποίηση του ευρωπαϊκού χαρακτήρα της πολιτικής εναλλακτικής, δηλαδή με την ενίσχυση της ομοσπονδιακής πρωτοπορίας και με την προετοιμασία της πρωτοβουλίας για απόφαση υπέρ της δημιουργίας της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Συμβιβασμοί που βασίζονται σε επισφαλείς λύσεις ή η συνεχής φυγή προς τα εμπρός σε ένα απατηλό μέλλον, αντιπροσωπεύουν μια επιμονή στον εθνικό δρόμο.
 

Η ίδρυση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας.

Ένας τέτοιος αγώνας, λόγω των πρακτικών και πνευματικών του δυσκολιών, μπορεί να προσελκύσει μόνο μια μικρή μερίδα ανθρώπων που θεωρούν την αντίφαση μεταξύ γεγονότων και αξιών ως προσωπική υπόθεση που τους αφορά. Ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι είναι αρκετοί. Όσο το πρόβλημα που θα πυροδοτήσει την κρίση παραμένει μακρινό, το ζήτημα είναι απλώς η επιβίωση, η είσοδος και η έξοδος από την πολιτική ισορροπία με μια ευέλικτη τακτική που στοχεύει στην οικοδόμηση πολιτικών μετώπων και στην οργάνωση αυτού που ήδη υπάρχει στην καρδιά του λαού, της ευρωπαϊκής φιλοδοξίας (διάχυτος ευρωπαϊσμός), ώστε να έχουμε έτοιμη μια λαϊκή πλατφόρμα την αποφασιστική στιγμή.

Ο οργανωμένος ευρωπαϊσμός (το MFE κ.λπ.) αρκεί για την επίτευξη αυτού του στόχου. Επιπλέον, καθώς πλησιάζει αυτό το πρόβλημα και η ευρωπαϊκή φύση της πολιτικής εναλλακτικής θα γίνεται πιο κατανοητή, πολλοί από τους προαναφερθέντες τύπους ανθρώπων (οργανωμένος ευρωπαϊσμός) θα καταλήξουν να αγκαλιάζουν το φεντεραλιστικό σκοπό. Και αυτό θα είναι μια επαρκής βάση για να ανάψει το φιτίλι της απόφασης για την ίδρυση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Όπως σε κάθε τεχνικά επαναστατικό εγχείρημα, η κρίση της εξουσίας, «με την υψηλή αγωγιμότητα των ιδεών της», θα κάνει τα υπόλοιπα. Σε αυτήν την κατάσταση, τα συνθήματα που αντιστοιχούν στην ανάγκη για εξουσία θα «παράγουν από μόνα τους χιλιάδες κανάλια».


* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στα γαλλικά στο Le Fédéraliste , VIII (1966).

 

il federalista logo trasparente

The Federalist / Le Fédéraliste / Il Federalista
Via Villa Glori, 8
I-27100 Pavia